ἐξολισθόντος

ἐξολισθόντος
ἐξολισθάνω
glide off
aor part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υγρότητα — η / ὑγρότης, ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, ατος, ἁ, Α [ὑγρός] η ιδιότητα τού υγρού, η υγρή κατάσταση αρχ. 1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῡ ξίφους... δι ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.) γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”